Πυρακτωμένα χρυσά βέλη κατευθύνονται προς το μέρος μου. Προσπαθώ να τα αποφύγω και το καταφέρνω ως ένα βαθμό. Όμως, δύο συνεχίζουν να με καταδιώκουν. Αυτό, φίλοι μου συνεχίζεται εδώ και μια βδομάδα. Η ανακωχή αρχίζει μόλις πέφτει ο ήλιος και κρατάει μέχρι να ξανανέβει. Για’ αυτό δεν τον αποζητώ πλέον. Ούτε τα δέντρα δεν με αγαπάνε πια. Θλιμμένα και γερασμένα σχολιάζουν την κατάντια μου. Τα ακούω να ψιθυρίζουν όλη μέρα όλη νύχτα.. Ξέρω, ότι στο τέλος θα παραδοθώ και είμαι σίγουρος για την κατάληξη. Δεν θα με λυπηθούν, θα μου σκίσουν τα μάτια για να με καταδικάσουν στο αιώνιο σκοτάδι. Και μετά μπορεί και να αυτοκτονήσω, δεν ξέρω.

Η αυτοκτονία ανέκαθεν με μπέρδευε. Θέλει πολύ θάρρος και πολύ δειλία για να την επιχειρήσεις. Το γιν και το γιανγκ στην πράξη. Όπως και όλα στην τελική. Άλλοι προσπαθούν να ναι συνεχώς καλοσυνάτοι για να κρύψουν πόσο μίσος έχουν και άλλοι κάνουν τους μαλάκες για να κρύψουν τις ευαισθησίες τους. Δεν είναι καλό να κρύβεις τίποτα, συγκεντρώνεται σε μεγάλες ποσότητες και η έκρηξη θα είναι αναμενόμενη, ανεπιθύμητη και αναίτια. Κάθε ψυχή και ένα πηγάδι, που πρέπει να πας βαθιά για να δεις τι κρύβει μέσα. Τουλάχιστον, για τις αγνές ψυχές, που δεν έχουν αυτοματοποιηθεί εντελώς στον άναρχο πλουραλισμό της καταναλωκοινωνίας που σε έχει κοιμισμένο συνέχεια με μπιχλιμπίδια και ψευτοστόχους. Ας σκοτώσουμε το υλικό και ας ξαναπροσεγγίσουμε το μυστήριο και το ιδεατό. Το ιδεατό αρχίζει να υπάρχει εκεί ακριβώς που το φαντάζεσαι. Τότε έχεις κερδίσει.

Θέλω να σε αγγίξω αλλά δεν μπορώ. Μας χώρισαν από μικρούς βλέπεις. Το έχω ξεπεράσει, εσύ όμως όχι και το νιώθω. Όσο όμως το νιώθω, πέφτω στην παγίδα να γίνω σαν εσένα. Δε γαμιέται πάω πιο πέρα να αναπνεύσω.