Παίρνω οργή, ανία και αγανάκτηση και ζωγραφίζω έναν άνθρωπο. Έχει μάτια τηλεσκοπικά και μια καρδιά φτιαγμένη από πλέγματα πυριτίου. Κανείς δεν τον ήξερε πριν τον αγγίξει το πινέλο μου και κανείς δεν τον είχε φανταστεί πιο πριν. Είναι ο δικός μου άνθρωπος.

Τον έβαλα μπροστά σ’έναν καθρέφτη. Έμεινε ανέκφραστος για πολλή ώρα. Στη συνέχεια έβγαλε μια σκουριασμένη λεπίδα και χάραξε μια φράση πάνω στην λεία επιφάνεια. Την κοίταξε χωρίς να πειστεί και έσπασε το κακοποιημένο γυαλί. Ο καθρέφτης έγραφε ”η κόλαση είναι οι άλλοι”, αλλά δεν έχετε παρά μόνο τον λόγο μου γι’ αυτό, τον λόγο μου και εκατό σαράντα πέντε θραύσματα επαργυρωμένου γυαλιού. Η κοινωνία της βιτρίνας σπάει τα είδωλά της αργά ή γρήγορα, αλλά πάντα με αγάπη.

Κανείς ποτέ δεν τον δίδαξε να αγαπάει τους άλλους. Οι άλλοι δεν υπάρχουν, έλεγε, είναι αποκυήματα της φαντασίας μου, όταν δεν παίρνω την δόση μου από αντιψυχωτικά και ειδήσεις των οκτώ. Σταθεροποιητές της διάθεσης, αλλά κάτω από το επίπεδο της μερικής, έστω, ικανοποίησης. Η ικανοποίηση, έλεγε, δεν ταυτίζεται σχεδόν ποτέ με την ποίηση, ρωτήστε και τον Καρυωτάκη. Η ποίηση στριφογυρνούσε μόνιμα στο μυαλό του, το μοναδικό άλλοθι που κρατούσε την κάννη του πιστολιού του μακριά από τον ιδρωμένο του κρόταφο. Έγραφε για να ζει, ζούσε για να γράφει, πέθαινε για να γράψει.

Να το πάλι, η ολανζαπίνη δεν αρκεί, σχεδόν ικανοποιήθηκε. Γιατρέ, διπλασίασε την δόση, αλλά χώρισε την σε δυο δόσεις, πρωί και απόγευμα. Η ασφάλεια πάνω απ’όλα, όμως κανείς δεν πέθανε από υπερδοσολογία ποίησης. Ρωτήστε και τον Καρυωτάκη, που σας είπα, θα είχε κάτι ενδιαφέρον να προσθέσει επί του θέματος, αν δεν ήταν νεκρός φυσικά. Φρόντισε να μεταφέρει την ραγισμένη του καρδιά στην μεγάλη οθόνη, αυτήν της κυριολεξίας, με μια και μοναδική σφαίρα. Όμως ξεφεύγει και πάλι ο μικρός μου φίλος, που τον έφτιαξα με τα χέρια μου και μπορώ να διαβάζω το μυαλό του. Όχι άλλα φάρμακα γιατρέ μου, δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, πονάει, πονάω! Επιμήκυνση QT, η καρδιά μου φτερουγίζει και ο ποιητής γελάει από το δοξασμένο του μνήμα-βάθρο. Μην ανησυχείς ανθρωπάκο μου, θα γίνουμε κι εμείς διάσημοι μετά θάνατον, σαν τον Αρθούρο Ριμπώ, δυο άγριοι ανάπηροι που επιστρέφουν από καυτά κλίματα στο ψυχρό υποσυνείδητο.

Κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος σε μια κοινωνία φυλακισμένη στον εαυτό της. Μόνο η γραφή μπορεί να είναι ελεύθερη, κι αυτή υπό προϋποθέσεις: πάρε ένα μικρό μαχαιράκι και χάραξε τον αριστερό σου αντίχειρα. Με μια ελάχιστη σταγόνα αίμα, σχημάτισε έναν μικρό κύκλο και σύνδεσε τον με μια κατακόρυφη γραμμή. Αυτό είναι το άλφα. Στην συνέχεια, και προτού κλείσει η πληγή, άφησε ελεύθερο τον Φρόιντ στο υποσυνείδητό σου και ζωγράφισε ένα ζευγάρι οπίσθια. Αυτό είναι το ωμέγα. Μεταξύ αυτών των δύο αφήνω τον ανθρωπάκο μου ελεύθερο. Έχει πολλά γράμματα να παίξει, αλλά θα τον αφήσω να τα ανακαλύψει μόνος του. Αυτό δεν η είναι ελευθερία, γιατρέ μου;

Κανείς ποτέ δεν προσπάθησε ειλικρινά να με ψυχαναλύσει, να δει γιατί φτιάχνω ανθρωπάκια στον ελεύθερο χρόνο μου και ζω μέσα από τις πλαστές ζωές τους. Είσαι σίγουρος ότι θες να μάθεις, γιατρέ; Είμαι ανελεύθερος, να η μόνη αλήθεια! Η κοινωνία με καταπιέζει να είμαι επιστήμονας, επαγγελματίας, καλλιτέχνης, άντρας, άνθρωπος, θηλαστικό. Οι άνθρωποι παίρνουν όλους αυτούς τους χαρακτηρισμούς που τους δίνει η κοινωνία και τους πλέκουν αλυσίδα, τους δένουν στα πόδια τους και τριγυρνούν σαν εκδικητικά φαντάσματα. Δεν θέλω να είμαι σαν αυτούς, γι αυτό και φτιάχνω ανθρωπάκια με μάσκες που παίρνουν φάρμακα αντί για μένα. Η ψυχοφαρμακολογία της φυγής στην διάθεση της ανθρωπότητας, το νέο ριάλιτι σόου στο μεγάλο κανάλι του καταναλωτισμού, ποιος θα είναι ο επόμενος υποψήφιος για αποχώρηση;

Τα χέρια μου τρέμουν, το πρόσωπό μου είναι κόκκινο, ιδρώνω, θέλω το φάρμακό μου. Σκότωσα τον ανθρωπάκο μου για να του πάρω τα τελευταία του κέρματα αυτογνωσίας και αυτοκριτικής, να αγοράσω την δόση μου. Γιατρέ, πονάω, ένας λύκος αλυχτά μέσα στο κεφάλι μου. Είμαι μόνος και τρέμω την στιγμή που θα πρέπει να αφήσω την πένα μου και να κουλουριαστώ στο κρεβάτι μου. Σου είπα ψέμματα, δεν θέλω να αντικρίσω την ελευθερία, προτιμώ να την αφήσω στο συρτάρι του κομοδίνου, δίπλα στο μισογεμάτο πιστόλι. Θα είμαι πιο ασφαλής έτσι.

Ίσως το βράδυ, μέσα στον πυρετό της απεξάρτησης, να ανοίξω το συρτάρι και να πιάσω την ελευθερία. Ίσως, πάλι, αρπάξω την κάννη του όπλου. Η επιλογή είναι η απόλυτη ελευθερία. Είναι όμως και η απόλυτη σκλαβιά.

Serotonin Addicted