Βρίσκομαι σε μια μεγάλη αίθουσα. Στο κέντρο της αίθουσας, σε ένα μεγάλο κυκλικό δάπεδο ο Ιούλιος Καίσαρας και οι υπόλοιποι συγκλητικοί φορώντας άσπρους ολοκάθαρους μανδύες βγάζουνε λόγους θαρρείς και είναι το κέντρο του κόσμου. Οι φωνές τους ακούγονται πολύ πιο δυνατά από τις φωνές του όχλου που τους περικυκλώνει, ενός όχλου ρακένδυτου, ντυμένου με βρώμικα κουρέλια. Τα μέλη του όχλου απλά φωνάζουν, δεν βγάζεις νόημα τι λένε, δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τα πράγματα. Κάγκελα τους χωρίζουν από τον Ιούλιο Καίσαρα και την ομάδα του και έτσι όπως χτυπιούνται και κρέμονται από αυτά μοιάζουν σαν ζώα σε κλουβιά. Αηδιασμένος από το θέαμα βγήκα έξω.

Βγαίνοντας είχα την αίσθηση ότι ούτε εκεί τα πράγματα θα είναι καλύτερα. Είναι νύχτα και οι δρόμοι άδειοι και σκοτεινοί. Καθώς περπατάω βλέπω παντού γύρω μου πουτάνες. Ξεχώρισα δύο, διάλεξα τη μία από αυτές. Πιάνουμε συζήτηση και περπατάμε. Καθώς περνάμε την πόρτα του μπουρδέλου το σκηνικό αλλάζει τελείως και ρίχνω μια φευγαλέα ματιά στην ιδανική κοινωνία. Όχι οποιαδήποτε ιδανική κοινωνία αλλά τη δική μου ιδανική κοινωνία, έτσι όπως την καθόριζε εκείνη την ώρα το μυαλό μου και που μάλλον ο καθένας θα τη φανταζόταν διαφορετική. Τουλάχιστον εκεί οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι.