Τα όνειρα μιας αβύσσου

Άβυσσος. Η πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό μου όταν αντικρίζω αυτόν τον απέραντο και παγερό βυθό χωρίς επιφάνεια. Πόσες φορές έχω βρεθεί εδώ τα τελευταία χρόνια; Πόσες φορές ξανά και ξανά το ίδιο όνειρο;
 
Το βλέμμα μου πλανιέται τριγύρω με ανακούφιση. Είμαι ακόμα περιτριγυρισμένος από τις αγαπημένες μου φυσαλίδες, εκεί όπου είναι κρυμμένοι μικροί κόσμοι ζωντανοί όπως εγώ και συ, εκεί που μπορείς να δεις κάτι παραπάνω από αυτό το μονότονα ομοιόμορφο καταραμένο κενό βυθό, εκεί που υπάρχει ζωή. Οι πιο μικρές έχουν το μέγεθος ενός σπιτιού, οι πιο μεγάλες το μέγεθος μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας και κινούνται προς διάφορες κατευθύνσεις αλλά για μένα υπάρχουν μόνο 2 ειδών: αυτές που κινούνται προς τα εμένα και αυτές που απομακρύνονται. Διαλέγω προσεκτικά τον επόμενό μου προορισμό και κατευθύνομαι προς αυτόν με ανυπομονησία.
 
Ξέρω ότι δεν μπορώ να ζήσω μέσα σε αυτή τη φυσαλίδα για πάντα. Ξέρω ότι η απληστία μου θα κάνει τη φυσαλίδα ένα με τον υπόλοιπο βυθό. Και ξέρω ότι μετά θα πρέπει να ψάξω για τον επόμενό μου προορισμό. Αυτό όμως που φοβάμαι περισσότερο είναι ότι μια μέρα θα ανοίξω τα μάτια και δεν θα αντικρίσω τίποτα παραπάνω παρά μόνο την άβυσσό μου. Ξέρω ότι θα υπάρχω αλλά θα είμαι πια νεκρός.

Ε Serotonin Addicted

Πάντοτε με παραξένευε η συνήθεια των ανθρώπων να προσπαθούν μάταια να ελέγξουν το μέλλον και τις καταστάσεις στις οποίες θα βρεθούν. Παρόλο που και εγώ μπαίνω σε αυτό το τριπάκι αρκετές φορές, εκπλήσσοντας αρνητικά τον εαυτό μου, υπάρχουν μέρες που συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, μέρες όπου νομίζω ότι υπάρχω έξω από το μυαλό μου. Μέρες που αφήνω τις συνθήκες και τις καταστάσεις να με οδηγήσουν οπουδήποτε και αποστασιοποιούμαι από το να προσπαθώ να καθορίσω οτιδήποτε. Είναι θαρρείς και αποδέχομαι την τυχαιότητα που χαρακτηρίζει το σύμπαν και γίνομαι εθελούσια μια μαριονέτα που κινείται από τα αόρατα νήματά της.

Κάπως έτσι πιάνω τον εαυτό μου να περπατάει με φίλους σε διάφορα μέρη χωρίς κάποιο κίνητρο, εκτός αν θεωρήσουμε κίνητρο την απλή περιέργεια. Όλα όσα με περιβάλλουν είναι όπως είναι και εγώ τα παρατηρώ ως απλός παρατηρητής χωρίς να σκέφτομαι τίποτα, παρά μόνο ίσως την ευγνωμοσύνη για όλα όσα υπάρχουν πέρα από τον εαυτό μου. Μια περίεργη κατάσταση που δεν είναι ούτε καλοδεχούμενη, ούτε κατακριτέα, απλά συμβαίνει. Υπάρχουν μέρες που ο κόσμος είναι σαν το τσιγάρο, μου αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα. Και μέρες που νομίζω ότι θα εκραγώ με τη μεγαλοπρέπεια ενός υπερκαινοφανή αστέρα. Αλλά εν τέλει υπάρχουν και αυτές οι μέρες βγαλμένες από τα βουδιστικά βιβλία που με βρίσκουν απλά να αναρωτιέμαι πως θα ήταν αν μπορούσα να γράφω με την ίδια ταχύτητα με την οποία σκέφτομαι.

Περί ρεαλισμού

Ο φόβος είναι η απόδειξη της αδυναμίας των φυλακισμένων του ρεαλισμού.

***************************************************************************

Αυτό που φοβάμαι περισσότερο είναι ότι μπορεί να έρθει μια εποχή που θα με αντικρίσω στον καθρέφτη γερασμένο και αδύναμο και φοβισμένα θα αποδεχτώ την κυριαρχία αυτού που εδώ και καιρό αγνοώ επιδεικτικά, του θανάτου, που περπατάει από τότε που γεννηθήκαμε δίπλα μας, αυτού του μπάσταρδου που νομίζουμε πως μας κρατάει και καλά από τα αρχίδια. Ότι θα υπάρξει μια εποχή που δε θα υπάρχει πια το κάλεσμα, ούτε η ανάγκη και οι ήρωες και οι ποιητές δε θα με συγκινούν πια. Όταν θα βλέπω τους άστεγους και πω τι να κάνουμε έτσι είναι η ζωή, όταν γίνω δέσμιος των αριθμών και του μη υπαρκτού ρεαλισμού. Όταν δε θα απορώ στο ερώτημα “πειράζει που το καινούργιο μου κινητό είναι high definition και όχι full high definition” και σε χιλιάδες άλλες τέτοιες ηλίθιες ανησυχίες των ανθρώπων. Όταν τα κουρέλια σταματήσουν να τραγουδούν. Αυτός είναι ο μεγαλύτερος μου φόβος. Ότι θα παραδώσω τα όπλα και θα γίνω και εγώ ένας φοβισμένος πραγματιστής.

***************************************************************************

Πάντα σκεφτόμουν ότι αν έρχονταν ποτέ εξωγήινοι στη γη και έβλεπαν ότι προσκυνούμε θεούς που δε βλέπουμε, ότι συγκινούμαστε μπροστά σε ένα κομμάτι υφάσματος που το ονομάζουμε σημαία και ότι ένα κομμάτι χαρτί όπως τα χρήματα καθορίζουν τις ζωές μας, θα μας λυπόντουσαν και θα μας περνούσαν για τρελούς. Η ίδια η ύπαρξή μας είναι σουρεαλιστική. Και εμείς εμμένουμε ότι υπάρχει κάποια λογική. Βλέποντας τους άστεγους στο κέντρο της Θεσσαλονίκης αναλογίζομαι πόσο έχουμε αποτύχει ως πλάσματα, όταν δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε την επιβίωση των μελών του ίδιου μας του είδους. Ηλιθιότητα. Και με τον ίδιο τρόπο πολλοί θα με βρίσκουν ηλίθιο, παράλογο και ουτοπιστή. Ίσως η πιο ηλίθια λέξη που έχω ακούσει από τους φυλακισμένους του ρεαλισμού. Ουτοπιστής.

Χριστούγεννα

Υπάρχουν μέρες που νομίζω ότι ξυπνάω με ένα κεφάλι που συνέρχεται από τον λήθαργό του. Οι μέρες των Χριστουγέννων είναι από αυτές. Μέρες γεμάτες όνειρα για το μέλλον. Αυτά τα Χριστούγεννα είμαι περιτριγυρισμένος όπως κάθε Χριστούγεννα από διάφορους συγγενείς αρκετά κοντινούς ώστε να με ξέρουν από τότε που γεννήθηκα (και τώρα που μεγάλωσα καταλαβαίνω όντας στη θέση τους ότι ο παράγοντας αυτός δεν είναι καθόλου συναισθηματικά αμελητέος) και αρκετά μακρινούς ώστε να μην έχουν ταυτίσει τα όνειρά τους με τη ζωή μου. Σε μια από τις πιο βαρετές πόλεις της Ευρώπης, η ζωή εδώ φαίνεται να κυλάει αργά αλλά χωρίς σκοτούρες. Ίσως φταίει το γεγονός ότι δεν περιμένω τίποτα αξιοπερίεργο από αυτή την πόλη που με ηρεμεί τόσο. Ένα διάλειμμα από τις καλά και ηλίθια επιβεβαιωμένες έγνοιές μου. Γι’ αυτό κάθομαι στο σπίτι με τους ανθρώπους αυτούς, που με αγαπάνε και τους αγαπώ πολύ, βλέποντας το χιόνι και θυμώμενος την εποχή που έλεγα τα κάλαντα με το χιόνι να φτάνει μέχρι το γόνατο και βλέπω τον κόσμο από τα δικά τους μάτια. Κάποιοι αρκετά μεγάλοι αλλά δραστήριοι για τα δεδομένα τους, έχουν μαζέψει όλους τους κοντινούς τους ανθρώπους και μοιάζουν ευτυχισμένοι. Και οι νέοι, που μένουν σε αυτό τον τόπο, χωρίζονται για μένα σε δύο κατηγορίες. Σε αυτούς που θέλουν να ξεφύγουν και να δουν τι υπάρχει εκεί έξω και σε αυτούς που ζουν στον μικρόκοσμό τους προσπαθώντας μάταια να επιβεβαιώσουν ότι η επιλογή τους είναι σωστή. Ίσως τώρα να καταλαβαίνεται γιατί κάθομαι τόσο σπίτι. Σε μια περιοχή που όλοι γνωρίζονται με όλους χάνεται η μαγεία που βρίσκεις στις εξόδους στις μεγάλες πόλεις. Αλλά ακόμα και όσοι ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία, είτε υπερβολικά καλόκαρδοι είτε υπερβολικά σκληροί, αναζητούν το ίδιο πράγμα που αναζητάει κάθε άνθρωπος και δεν είναι τίποτα άλλο από την ευτυχία ή τουλάχιστον τη διαφυγή από την ανία. Απλά ο τρόπος που προσπαθούν να λύσουν το πρόβλημά τους περιορίζεται στα καπιταλιστικά πρότυπα διασκέδασης. Έτοιμες συνταγές που το μόνο που σου προσφέρουν είναι ένα τεράστιο κενό που σε κυνηγάει την ώρα που πέφτεις για ύπνο. Και πιστέψτε με, αυτοί που είναι περισσότερο σκληροί είναι οι περισσότερο απογοητευμένοι και πληγωμένοι.

Σύγκλιση

Ο δούλος του ρόλου του.

Τικ τακ. Τικ τακ.

Ο δούλος του κοινού του.

Τικ τακ. Τικ τακ.

Ο δούλος της αδυναμίας του.

Τικ τακ. Τικ τακ.

Ο δούλος του χρόνου του.

Τικ τακ. Τικ τακ.

Επιτέλους, η σύγκλιση!

Τικ τακ. Τικ τακ. Τικ τακ. Τικ τακ.

Αλκοολικές ιστορίες καθημερινής τρέλας

Αράζω μόνος στο μπαλκόνι και ρίχνω μια κλεφτή ματιά στα φώτα του δρόμου. Το φως δε λέει ποτέ ψέμματα, η καθαρότητά του δείχνει ότι είμαι και σήμερα σε εγρήγορση. Κυριακή βράδυ και η μουσική από τις προηγούμενες βραδιές παίζει ακόμα στα αφτιά μου. Χαμογελάω με ένα λοξό sexy χαμόγελο. Αργότερα έχει έξοδο με τα αλάνια. Το στομάχι χάλια από τα αλκοόλια των προηγούμενων ημερών, το γαστρικό υγρό κάνει πάρτι σε ρυθμούς dubstep και ταρακουνάει συθέμελα τα σωθικά μου. Σήμερα δε θα πιω, λέω στον εαυτό μου, αλλά ξέρω πως η κατάληξη θα είναι διαφορετική, δεν έχουμε μαζευτεί όλοι καλά καλά και είμαι ήδη με τη ρετσίνα στο χέρι και die antwoord στα αφτιά. Περίμενε, μου λέει ο παλιάτσος, θα έχει τζάμπα ποτά στο πάρτι, από τους 4 οι 3 απένταροι εγώ όμως όχι.

Ξεκινάμε και εκεί που περπατάω το βλέμμα μου πέφτει σε μια οπτασία, την κοιτάω, με κοιτάει, συνεχίζω να την κοιτάω, συνεχίζει να με κοιτάει, ξαφνικά στρίβει ένα αυτοκίνητο, δημιουργείται ένα ερωτικό τρίγωνο, εγώ αυτή και ο οδηγός, αλλά εγώ δεν έχω πάρει χαμπάρι τον τρίτο, πηδάω με ένστικτα αιλουροειδούς να αποφύγω το αμάξι, από αυτά που απέκτησα από τις πολεμικές τέχνες που ποτέ δεν έκανα. Το γκομενάκι φεύγει χωρίς να πει κουβέντα, ούτε ένα είσαι καλά ρε ομορφόπαιδο, τίποτα και εγώ κόντεψα να δω τα ραδίκια ανάποδα εξαιτίας της. Αχαριστία ρε φίλε.

Με αυτά και άλλα πολλά φτάνουμε στο πάρτι. Το πάρτι είναι κομπλέ και η μουσική ακόμα πιο κομπλέ. Αλκοόλ, χορός, μουνιά όχι γιατί ακόμα δεν ξέρουν ότι γράφω ποιήματα όταν τρώω φρίκες, σήμερα δε θέλω να με βλέπουν σαν ένα κομμάτι κρέας. Από αύριο βλέπουμε. Το γκομενάκι που μιλούσα πριν φασώνεται με κάποιον άλλον αλλά είπαμε σήμερα δε με νοιάζουν αυτά, συνήθως είμαι τα ίδια σκατά με εσάς, ένα μεγάλο εγώ και το μυαλό ακόμα πιο σκατά, με την ασπίδα μου να θρυμματίζεται στα πρώτα λεπτά εσωτερικής διαμάχης. Σήμερα όμως την είδα αλλιώς, αφήνω τη μουσική να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα πάνω μου στραγγίζοντας με αργό και μεθοδευμένο τρόπο τις δυνάμεις μου.

Το βράδυ συνεχίζεται με αυτά και αλλά διάφορα, από το peak φτάνουμε στο σβήσιμο, δίνουμε τις τελευταίες αδελφικές αγκαλιές και ακολουθεί ο καθένας το δρόμο του. Ήρθε η ώρα της ξεκούρασης, η αυριανή μέρα δεν υπόσχεται τίποτα αλλά και τα πάντα ταυτόχρονα. Ο καμβάς άδειος και εσύ με το πινέλο στο χέρι.

Ταξιδιώτης

Ο ταξιδιώτης συναρπάζεται εύκολα από τα πιο απλά και συνάμα από τα πιο περίεργα πράγματα, κοινώς είναι ένας άνθρωπος περίεργος. Τον διακατέχει μια περιέργεια για όλα όσα βρίσκονται γύρω του είτε πρόκειται για εκφάνσεις της φύσης είτε για ζητήματα που κινούνται στη σφαίρα της ανθρώπινης νόησης. Το ενδιαφέρον αυτό πηγάζει ίσως από την προσμονή για όλα όσα τον περιμένουν, είτε πρόκειται για μέρη που επιθυμεί να επισκεφτεί, είτε είναι φίλοι παλιοί και αγαπημένοι, καινούργιοι και αξιοθαύμαστοι.

Ο ταξιδιώτης γνωρίζει ότι τα πιο απλά είναι συνάμα και τα πιο περίεργα, όμως τα έχουμε συνηθίσει και δεν τα παρατηρούμε. Ξέρει ότι η φύση είναι ο καλύτερος ζωγράφος και η ζωή του ένα κενό βιβλίο με το μελάνι να βρίσκεται στα χέρια του. Έχει να επιλέξει να γράψει ότι θέλει ή να το πετάξει στα σκουπίδια, φοβισμένος να αρχίσει μια λέξη. Απορεί πως οι γύρω του δεν είναι περίεργοι για το κάθε τι, πως δεν νιώθουν τις συναισθηματικές δονήσεις της ζωής, την ομορφιά των χρωμάτων, τον αισθησιακό μυστικισμό της φιλοσοφίας και της τέχνης, την σαγηνευτική ηδονή της μουσικής και τον εφηβικό ενθουσιασμό μιας ωραίας συζήτησης.

Ο ταξιδιώτης έχει περάσει από το στάδιο της απάθειας γι’ αυτό η όραση του είναι καθαρή. Έχει κάνει ένα πισωγύρισμα και έχει βρεθεί ξανά σε εκείνο το στάδιο που κοιτώντας κάτι είναι σαν να το βλέπει για πρώτη φορά και απορροφάει σα σφουγγάρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Ο ταξιδιώτης δεν είναι παπαγάλος αλλά δημιουργός. Η θέλησή του να δημιουργεί μοιάζει με το χαμόγελο ενός μικρού παιδιού που έχει κάνει κάποια σκανταλιά και οι γονείς του δεν το γνωρίζουν ακόμα.

Ο ταξιδιώτης έχει μάτια κοχύλια, καρδιά γερανού, πόδια αετού και μυαλό από ιρίδιο. Ο ταξιδιώτης δεν έχει καταλάβει το νόημα της ζωής. Η διαφορά είναι ότι το ψάχνει ακόμα. Δεν ζει σε κόσμους άλλων, δημιουργημένους από άλλους, μιμούμενος ζωές άλλων, προσπαθώντας να πετύχει όνειρα άλλων. Ο ταξιδιώτης ζει στον κόσμο του κυριολεκτικά. Έχει αντιληφθεί την στρεβλή γραμμικότητα του χρόνου, την φαιδρή μονιμότητα του τόπου, καθώς και τις άπειρες εκλογικεύσεις στις οποίες επιδίδεται ένα αγχωμένο μυαλό για να παρατείνει την βαλτώδη και καταθλιπτική ρουτίνα του. Ζει την κάθε στιγμή, δεν φυτοζωεί μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, μεταξύ απραγματοποίητων ονείρων και παλιών αποτυχιών.

Ο ταξιδιώτης έχει βάλει όλες τις υποχρεώσεις του σε ένα τσουβάλι και τις έχει αφήσει σε ένα μέρος που πλέον έχει λησμονήσει. Γιατί δεν είναι ο συνηθισμένος άνθρωπος, αυτός που κάνει αυτό που πρέπει, αυτό που περιμένουν οι πολλοί να πράξει αλλά είναι το σπάνιο αυτό είδος ανθρώπου που κάνει αυτό που πραγματικά θέλει. Για να αποσαφηνίσει κανείς όμως τι πραγματικά θέλει πρέπει να γίνει περίεργος με τον εαυτό του, χωρίς εκλογικεύσεις, κρατώντας τον πήχη ψηλά.

Ο ταξιδιώτης έχει κατανοήσει την αυταπάτη των υλικών αγαθών, την εξουσιαστική φύση του χρήματος, την παράλογη κανονικότητα του καπιταλισμού και την γοητευτική παγίδα να πετύχει σε μια κοινωνία νεκρών και άβουλων ανθρώπων. Ξέρει ότι για να ταξιδέψεις δεν χρειάζεται απαραίτητα να αντικρίσεις τα δέλτα του Μεκόνγκ, τις παγόδες του Πεκίνου, τα απομεινάρια των Ίνκας σε κάποια βράχο του Ματσου Πιτσου ή τα Μοάι του Ράπα Νούι. Ξέρει ότι ταξίδι είναι όλη η ζωή, κάθε στιγμή.

Grito +  paliatsos (fifty fifty)

Ο μικρός Κωστάκης

Ο μικρός Κωστάκης από τότε που γεννήθηκε είχε ένα μαγικό ραβδί με το οποίο μπορούσε να κάνει διάφορα μαγικά κόλπα. Με αυτό έκανε τις πιο απίστευτες σκανταλιές. Βλέπετε, αγαπημένο του χόμπι ήταν να φέρνει σε δύσκολη θέση τους μεγάλους. Ωστόσο, δεν ανέφερε σε κανέναν την ύπαρξή του γιατί δεν ήθελε να του το πάρουν. Καθώς περνούσαν αμέριμνα τα χρόνια ο μικρός Κωστάκης είχε εθιστεί πλέον στη χρήση του ραβδιού.

Δεν θυμάται ακριβώς που και πότε αλλά καθώς τελείωνε η περίοδος της εφηβείας του ο νεαρός μας φίλος έχασε το ραβδί του. Η απώλεια αυτή ήταν πολύ μεγάλο πλήγμα για εκείνον. Στην αρχή έψαξε παντού αλλά δεν το βρήκε. Έπειτα το έριξε στη δουλειά για να αποσπαστεί κάπως η προσοχή του. Όμως η ενθύμηση του μαγικού ραβδιού και όλων όσων έκανε με αυτό αναζωπύρωνε την επιθυμία του να το βρει. Αποφασισμένος ότι κάποιος του το έκλεψε ή είχε χαθεί σε κάποιο παράξενο μέρος, άρχισε να ταξιδεύει.

Και έψαξε παντού, ακόμα και στα πιο απίστευτα μέρη. Σε πάρκα και σε πλατείες της Ευρώπης, στα ποτάμια του Αμαζονίου, στα πιο ψηλά βουνά των Άλπεων, κάτω από τα χιόνια της Αλάσκας και την άμμο της Σαχάρας. Στα ταξίδια του προσπαθούσε να ψαρέψει τους φίλους που έκανε και τα άτομα που γνώριζε μήπως είχαν ακούσει για κάποιο μαγικό ραβδί. Ρώτησε τους βουδιστές μοναχούς αλλά αυτοί επέμεναν ότι η αναζήτησή του ήταν μάταιη. Μόνο όταν ρωτούσε παιδιά αναπτερώνονταν οι ελπίδες του, γιατί σε μερικά έβλεπε το σκανταλιάρικο εκείνο βλέμμα που παίρνουν τα μικρά όταν είναι ένοχα για κάτι αλλά δεν το παραδέχονται.

Τα χρόνια περνούσαν και η αναζήτηση του ήρωά μας συνεχίζεται ακάθεκτη αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μέχρι που σε ηλικία 50 ετών διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα. Είχε ένα φλογερό πάθος με το τσιγάρο. Λίγες μέρες μετά τη διάγνωσή του συνάντησε ένα καλό του φίλο στο δρόμο. Γεμάτος λύπη του λέει: “Τζάμπα έψαχνα τόσα χρόνια. Το είχα θάψει σε ένα κλειδαμπαρωμένο δωμάτιο του μυαλού μου, γι’ αυτό δεν το έβρισκα”.

Σκόρπια μόνο για τ’αφτιά σου

Μια πανσέληνος και ένα μονοπάτι μας δίνουν παλίρροιες στο μυαλό ενός τρελού. Ποιου τρελού; Έλα μου ντε. Εγώ άλλη χημεία ξέρω άλλη έμαθες εσύ στο σχολείο. Από τη μια τα δέντρα μας προστατεύουν από τον ήλιο του καλοκαιριού, από την άλλη εμποδίζουν το φεγγαρόφως και το σκοτάδι φαίνεται επικίνδυνο. Από τη μια φοβάσαι το άγνωστο από την άλλη σε κουράζει η ρουτίνα. Τι αστείο πλάσμα που είσαι. Περπατάς και βάζεις τον αυτόματο πιλότο. Και νομίζεις ότι αν πρόσεχες θα γλίτωνες. Εκεί βρίσκεται το αστείο της λογικής σου. Η κωμωδία έγινε τραγωδία και όλα στο μυαλό σου φίλε μου. Όλα στο μυαλό σου. Και τι φοβάται η λογική; Την ψευδαίσθηση. Την πιθανότητα η φούσκα που δεν σκάει και όλο και μικραίνει καθώς μεγαλώνεις να γίνει πραγματικότητα.

Να λοιπόν που βρίσκεσαι πάλι στο ίδιο μέρος αλλά τα πρόσωπα έχουν αλλάξει. Αράζεις στη γωνιά σου και περιμένεις τον επόμενο ξενυχτισμένο γαμάτο μεθυσμένο τύπο να εισέλθει στη σκηνή και να σου προσφέρει μια θεατρική παράσταση άξια εξιστόρησης. Μέχρι που μετά τον πέμπτο έκτο ηθοποιό έχει χαράξει, ο δικός σου είναι πολύ κουρασμένος και πηγαίνει για ύπνο στην παραλία. Εσύ συνεχίζεις ακάθεκτος και το σύμπαν συνωμοτεί και σε ανταμείβει.

Είναι μέρες που νιώθεις σκατά και έτοιμος να παραδώσεις τα όπλα. Ανούσια κλικ προσπαθούν μάταια να σώσουν τη μέρα. Είναι και μέρες που νομίζεις ότι είσαι ικανός για τα πάντα. Περιμένεις με ανυπομονησία το βραδινό αλύχτισμα των λύκων-χωρίς-αγέλη. Λίγο πριν την Αποκάλυψη η βραδιά έχει φτάσει στο ζενίθ. Πέφτεις για ύπνο χωρίς έγνοιες κομμάτια από την κούραση. Πάνω που σταμάτησες για λίγο να είσαι ρομπότ οι υπόλοιποι σε βγάλαν ελαττωματικό και έτοιμο για απόσυρση. Μη φοβάσαι, απλά γέλα όπως ο Donnie Darko λίγο πριν το τέλος. Το Τέλος. Της ψευδαίσθησης. Χα Χα.

Καλοκαίρι

Η αποπνικτική ζέστη του καλοκαιριού στις μεγαλουπόλεις μου θυμίζει τη φωνή ενός καπετάνιου που φωνάζει στο πλήρωμά του να εγκαταλείψει το πλοίο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι προτιμούν να περάσουν την εποχή αυτή στην εξοχή. Για πολλούς η εποχή του καλοκαιριού σημαίνει νησιά, παραλίες, κάμπινγκ, η μυρωδιά των πεύκων και του δάσους, μια επανένωση του ανθρώπου με τη φύση. Αλλά για μερικούς συμβολίζει κάτι βαθύτερο, παρόλο που πολλές φορές δεν μπορούν να το προσδιορίσουν. Συμβολίζει την ανεμελιά και την ξεκούραση, την άρνηση της εναγώνιας προσπάθειας να δώσουμε στην ύπαρξή μας κάτι πνευματικό και εξευγενισμένο, της αποδοχής της με μια ηρεμία που συναντάται μόνο στα μη έλλογα όντα. Είναι μια εποχή που προσπαθούμε να αποτινάξουμε την μονιμότητα και την ασφάλεια που συνεπάγεται, αναζητώντας μια πρέζα περιπέτειας, συνειδητοποιώντας ίσως το εφήμερο της ύπαρξής μας.

Εντάξει αρκετά με τις μαλακίες. Είναι η εποχή που θες να αράξεις σαν κόπρος με την παρέα σου και να κυλιστείς ευλαβικά στα τρυφερά μπουτάκια 16χρονων κορασίδων.