O τοίχος

Η πεποίθηση είχε γίνει σιγουριά. Παρατηρώντας τον κόσμο να ξεγλιστράει γύρω του. Το ερώτημα αναδυόταν από όλους τους. «Ποιος είμαι; Που πάω;». Οι αναμνήσεις, τα πιστεύω, οι άξιες, τα θεμέλια του χαρακτήρα. Η αιώνια πάλη, ο ατελείωτος αγώνας αναγνώρισης του Εγώ. «Ίσως ήταν αλήθεια, ίσως δεν κάνω λάθος!» έπειθε τον εαυτό του. Η αυτοανάλυση του χαρακτήρα του, του έδειξε κάτι που υποψιαζόταν. Η ανάλυση τον είχε οδηγήσει εκεί που δεν έπρεπε να πατήσει. Είχε περπατήσει εκεί που δεν είχε που να ακουμπήσει. Η πορεία κάθε φορά και πιο δύσκολη. Στο τέλος είδε αυτό που δεν περίμενε. Ένα συνονθύλευμα γραμμάτων, λέξεων, φράσεων, να φτιάχνουν το περίγραμμα του κορμιού του. Αν και δεν είχε πρόσωπο ήταν σίγουρος πως ήταν αυτός. Το συνονθύλευμα, με φρίκη με γυμνά χέρια γεμάτο αίμα, άρχισε να φτιάχνει την δική του συνταγή για ένα τοίχο που σκεφτόταν εδώ και καιρό. Η συνταγή ήταν απλή και λιτή. Το κάθε συστατικό ήταν ένα βίωμα, μια ανάμνηση, ένας τρόμος, μια αλήθεια. Ο τοίχος ψυχρά μεγάλωνε καθώς οι αναμνήσεις έτρεχαν. Με δέος κοιτούσε κάθε φορά που το αντίκριζε. «Λες να υπάρχει κάποιος να το περάσει;»

Τα χρόνια περνούσαν ο τοίχος υψωνόταν. Κάθε φορά παρατηρούσε την εσωτερική πλευρά του. Μια μέρα, με δυσκολία είδε αυτό που πραγματικά ήταν το δημιούργημα του. Μια ασφαλής καλοστημένη ΄΄βιτρίνα΄΄. Η υποψία ήταν μια αλήθεια, χαμογέλασε καθώς κρατούσε στα χέρια του κάτι που δύσκολα μπορείς καν να δεις, την ατομική αυτοδημιούργητη ‘’στολή’’ του.

Ο χορός

Η σιωπή βουίζει στον ανύπαρκτο χώρο. Η αιώνια ακινησία συνεχίζει δυναμικά την συνήθειας της. Όμως αντίθετα με τα προγνωστικά, μια παράξενη πυγολαμπίδα που μόνο η φαντασία θα μπορούσε να διακρίνει, χορεύει χαρούμενη στο βάθος του στριμωγμένου χώρου.

Η υπαρξιακή μουσική των χορδών, δυναμώνει το χορό ώσπου ξεσπούν άφαντα χρώματα από κάποιους κατατρεγμένους καταπατητές της αιώνιας σιωπής. Όλοι τρέχουν σε όλες τις κατευθύνσεις. Ο χώρος μεγαλώνει θεαματικά. Παράξενοι τύποι από παράξενους κόσμους δεν μπορούν την καινούρια κατάσταση και αποχωρούν. Άλλοι τριγυρνάνε ψάχνοντας.
Ο αμφισβητούμενος, μη σίγουρα υπαρκτός, ΄΄σεφ΄΄ αρχίζει τη μαεστρική παντοτινή συνταγή. Ερεθισμένος από τις εξελίξεις των γεγονότων καλεί τους συμμετέχοντες  “Όλοι χρειάζονται, κανένας δεν φεύγει”.  Συγχρόνως ο αγριεμένος πλέον χορός συνεχίζεται μέσα στον απλόχερο χρόνο, δίνοντας δυνατότητες.  Κάποιοι το εκμεταλλεύονται, δυναμώνουν, φουσκώνουν και λόγο της λαμπρότητας τους κοροϊδεύουν συνειδητά την μητέρα των όλων. Το καταφαντασία υπερήφανο έντομο.

Ο ξεροκέφαλος χρόνος καλπάζει αγέρωχος. Βοηθώντας με κάθε τρόπο την γυμναστική των συμμετεχόντων. Μια αυστηρή μα συνάμα μη εύκολα αποκωδικοποιημένη κοινωνία κανονίζει της υποθέσεις. Αφήνοντας παράλληλα την ελευθερία των πράξεων. Το τελευταίο υπάγεται σε ένα ζωτικό γεγονός, όπου ο συνεχόμενος χορός και ο υπομονετικός χρόνος επέφερε κάτι ανεπανάληπτο. Την αισθητήρια περιγραφική οντότητα. Εσένα.

Τελικά

Είχε σταματήσει ξαφνικά, για αρκετή ώρα. Τριγύρω του υψώνονταν πολυκατοικίες. Μπροστά του υπήρχε ένα πάρκο, ένα ησυχαστήριο για τους τριγύρω κατοίκους. Έκανε δυο τρία βήματα σαν να ήθελε να προσανατολιστεί. Είχε χαθεί μες στις σκέψεις, η θολούρα των οποίων τον είχαν οδηγήσει σε ένα μέρος που δεν ήξερε. Αν και εδώ και χρόνια περηφανευόταν πως ήξερε κάθε δρομάκι κάθε μικρή πλατεία. Του άρεσε να περπατά και να χάνεται στις εικόνες.

Ο ήλιος που έδυε έκανε τις πολυκατοικίες να φαίνονται καινούριες ή τουλάχιστον καλοδιατηρημένες. Είχαν, στο γνώριμο για το μάτι του σχέδιο που επικρατούσε σε όλη την πόλη. Σαν όλοι οι αρχιτέκτονες να είχαν κάνει κάποια μυστική συμφωνία. Αυτή θα ήταν, χωρίς καμιά αμφιβολία, να διατηρήσουν το σχέδιο όσο πιο μουντό και αδιάφορο μπορούσαν.

Αποφάσισε να κάτσει σε εκείνο το πάρκο, να αναπαυτεί για λίγο. Ήταν σίγουρος πως περπατούσε για αρκετές ώρες. Τα πόδια του του φανέρωναν αυτή τη λεπτομέρεια. Διασχίζοντας το πάρκο παρατήρησε πως οι κάτοικοι το διατηρούσαν καθαρό και το πρόσεχαν. Βρήκε ένα παγκάκι, στα μάτια του ήταν σαν ο πιο απαλός καναπές που είχε δει ποτέ. Ξεκουράστηκε για λίγο. Έριξε μια ακόμη ματιά τριγύρω. Ο ήλιος δεν φαινόταν πια στον ορίζοντα. Η νύχτα ανέβαινε στο θρόνο. Το βλέμμα του πέρασε από τα διαμερίσματα.  Με μια γρήγορη ματιά, θα συμπέρανες πως έσφυζαν από κόσμο. Αν και δεν είχε δει κανέναν μέχρι τώρα.

Μες στην ησυχία που προσφέρει η νύχτα. Η θολούρα έφευγε, το πάζλ των σκέψεων ξεκαθάριζε. Είχε φύγει από την δουλειά κατά τις τρεις. Είχε αποφασίσει να κάνει μια βόλτα. Να ηρεμήσει από τις σκέψεις που τον καταλάμβαναν εδώ και μέρες. Η δουλειά του μια σίγουρη δημόσια δουλειά. Είχε ξεχάσει εδώ και χρόνια τη χαρά που είχε νιώσει, όταν τελικά πήρε την θέση. Λίγο λίγο τη χαρά διαδέχτηκε η μιζέρια, η ρουτίνα. Οι αληθινοί φίλοι αντικαταστάθηκαν από γνώριμους, οι κοινωνικές τυπικότητες τον είχαν κουράσει.

Κυλισμένος στις εικόνες που είχαν ξεθωριάσει. Στα όνειρα που μόνο όνειρα έμειναν, ένιωσε ένα ρίγος. Μια ψύχρα τύλιξε το σώμα του. Ψίθυροι γέμισαν το χώρο. Αφού άνοιξε τα μάτια αντίκρισε ότι οι πολυκατοικίες είχαν μεταμορφωθεί σε ερείπια. Η νεότητα και η λαμπρότητα που ακτινοβολούσαν είχε χαθεί. Οι ψίθυροι συνέχιζαν να αντηχούν στο χώρο. Γνώριμοι ψίθυροι. Όσο περνούσε ο χρόνος, γίνοταν πιο ξεκάθαροι.  <<Ποιος>> και <<προσπάθησε>> ξεχώρισαν από τις ξεθωριασμένες λέξεις. Ο σύνδεσμος έγινε αυτόματα με τις σκέψεις και  το λόγο που είχε περπατήσει τόση ωρα. <<Τι νόημα έχει η ζωή του καθενός χωρίς μια αφετηρία ένα στόχο, ένα μαγικό δάσος, την αιώνια γαλήνη , το παράδεισο που ψάχνει  απεγνωσμένα. Τελικά ποιο είναι το νόημα. Το μονόπατι που έχτιζα δεν φάνηκε γερό, και στο σίγουρο κοινωνικό δρόμο επανήλθα>>.

Συνουσία

Πολύτιμο μου δηλητήριο σε κρύβω, σε χρειάζομαι, σε αποθηκεύω. Ανήμπορε εαυτέ μου που είναι το αντίδοτο σου.

Ο φιλόσοφος έπιασε το τετράδιο. Τον είχε πιάσει πανικός. Οι λέξεις ερχόταν σαν ριπές από σφαίρες. Άρχισε να γράφει, να φιλοσοφεί, να αισιοδοξεί, να κατεβάζει το βλέμμα, όταν σκηνές από την πραγματικότητα εμφανιζόταν εκεί σαν εφιάλτες που ελπίζεις  ποτέ να μην ξαναδείς. Απότομα ξαναδιάβασε τις τρεις τελευταίες λέξεις ελευθερία, δικαιοσύνη. Στη τρίτη προσπαθούσε να βγάλει νόημα. Τα ορνιθοσκαλίσματα, που υποτίθεται ότι σήμαιναν κάτι, απλά δεν τον άφηναν να δει. Σκέφτηκε τους φίλους του που πάντα σχολίαζαν τον γραφικό του χαρακτήρα. Ήταν κάτι σε κινεζικο-αιγυπτιακά ορνιθοσκαλίσματα. Χαμογέλασε, εικόνες από διακοπές γέμισαν τις σκέψεις του.

Αλλά όχι οι λέξεις που λίγο πιο πριν γάζωσαν το μυαλό του όρμιζαν ξανά. Αυτή τη φορά η λέξη εμπιστοσύνη έκανε κύκλους. Αναλογίστηκε γιατί; Ίσως κάτι είχε να πει. Εμπιστοσύνη σκέφτηκε, κάτι ήξερε για αυτή τη λέξη, αλλά ήταν λες και διάβαζε το νόημα της μέσα σε πυκνή ομίχλη στα τριάντα μέτρα. Είχε να την χρησιμοποιήσει ή να την αισθανθεί από τότε που τον έβλεπε ο πατέρας του να παίζει καταστρέφοντας τα πάντα. Αλλά ο πατέρας του ως ο έμπιστος κολλητός του που δεν θα το ξεφούρνιζε ποτέ στη μητέρα του.

«Δεν υπάρχει περίπτωση» είπε «πρέπει να βρω το νόημα ξανά».  Έκλεισε τα μάτια του χαλάρωσε στο αγαπημένο του καναπέ. Μέσα στις σκέψεις τον πηρέ ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, θυμήθηκε ένα όνειρο που είχε δει πολλές μέρες πριν. Το είχε συζητήσει και με έναν φίλο του, τον μοναδικό του φίλο εδώ και χρόνια, τον σκύλο του. Τότε δεν είχε πάρει απάντηση. Παραξενεύτηκε γιατί. Είπε να το σκεφτεί μονός του αυτή τη φορά. Όχι ότι δεν ήθελε να μιλήσει με τον κολλητό του αλλά εκείνη την ώρα ο κολλητός του ήταν απασχολημένος. Κοιμόταν!

Έπρεπε να τη βρει αυτή τη λέξη όμως. Του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Ένιωθε ότι σε αυτή τη πρόταση κρύβεται το νόημα της ζωής που είχε ανακαλύψει πρωτύτερα. Το αποφάσισε, θα ψάξει την αποθήκη, που βρίσκονται πετάμενα δεκάδες τετράδια με τα γραπτά του. Αν διαβάσει κάμποσα ποιήματα ίσως θυμηθεί την λέξη! Έγραφε, έγραφε από μικρός, όταν οι άλλοι έπαιζαν χόρευαν και γελούσαν, οι ανώριμοι, αυτός έγραφε. Έγραφε και διάβαζε. Η σκονισμένη βιβλιοθήκη με τα εκατοντάδες βιβλία σπεύδει να του το υπενθυμίσει. Μπρετόν! Βάνεγκεμ! Μαρκουζέ! Μακιαβέλι! Κιρκεργκαρντ! Τόσες πολλές γνώσεις στο κεφάλι του και νιώθει πιο άδειος και από το πηγάδι που διαλογιζόταν ο Toru!

Ζωή! Δεν έχει ιδέα τι είναι αυτό, αλλά σίγουρα δεν βρίσκεται στην αποθήκη που ψάχνει ο πρωταγωνιστής μας, με εξαίρεση ένα δυο αράχνες που χαλαρώνουν στον αγαπημένο τους ιστό. Όχι, ούτε αυτή η λέξη του ταιριάζει.. Το όνειρο, το όνειρο!

Βρίσκεται σε ένα μεγαλοπρεπές σαλόνι. Πολυτελείς καναπέδες με επίχρυσα καλύμματα και  ένα μαύρο γυαλιστερό τραπέζι που φιλοξενεί εκατοντάδες μικροσκοπικά πιάτα κοσμούν τον χώρο. Καταλαβαίνει ότι κινείται, το σαλόνι βρίσκεται μέσα σε ένα τρένο. Μπροστά βλέπει ένα τούνελ και μετά από λίγα δευτερόλεπτά το φως χάνεται. Όταν το τρένο βγαίνει από το τούνελ παρατηρεί έντρομος ότι το δωμάτιο έχει παραμείνει το ίδιο με εξαίρεση τέσσερα δέντρα, καθένα σε κάθε μια γωνία. Τα δέντρα χαμογελάνε χαιρέκακα, ωχ απλώνουν τα κλαδιά τους που μεταμορφώνονται σε τεράστια καφέ βρώμικα χέρια και τον κυνηγάνε. Δεν υπάρχει διέξοδος. Η πόρτα που υπήρχε προηγουμένως έχει μετατραπεί σε καθρέφτη. Τα κλαδιά σκίζουν το σώμα του, νιώθει να τον σκάβουν, αλλά δεν πονάει. Του παίρνουν την καρδιά και απομακρύνονται. Μια μεγάλη κόκκινη καρδία όπως αυτή που χάζευε παλαιότερα στα βιβλία βιολογίας. Τα χέρια μεταμορφώνονται αργά σε μικροσκοπικά μαχαίρια που αρχίζουν να κόβουν την καρδιά του σε μικρά μικρά κομμάτια και να τα απλώνουν στα πιάτα. Τι περίτεχνο κόψιμο!

<<Ναι τελικά αυτή πρέπει να είναι η λέξη>> ψιθυρίζει ανακουφισμένος και σκουπίζει τον ιδρώτα που στάζει από το μέτωπο του..

ra.ka.ma.hi. & παλιάτσος

ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΝΑ

Λαίμαργος και με στομάχι γεμάτο ξύπνησε.

Τον είδα να τρέχει σε αγνώστους δρόμους. Τον είδα να σταματά σε διαβασμένους ασφαλεις και να προτιμά τον χωματόδρομο που κατέληγε σε γκρεμό.

Άκουσα να αυτοχαρακτηρίζεται ιός. Αυτό του άρεσε, τον γέμισε αυτοπεποίθηση. Τον είδα να κάνει βουτιά στην έρημο. Απόλαυσε την κατάδυση καθώς παρατηρούσε τα μανιτάρια που πάντα ονειρευόταν να λάμπουν χαρούμενα μέσα στον κατακόκκινο ουρανό.

Τον είδα να την χαιρετά λες και δεν την ήξερε. Αυτή του έδινε τα πάντα αλλά του απάντησε με μια βουβή κραυγή καθώς τον έβλεπε να την κατασπαράζει ζωντανή. Τον είδα να καλεί από τη χαρά του όταν βρήκε την υπέρτατη ‘’δικια’’ του αλήθεια, να βροντοφωνα όταν την σκότωνε κάθε λίγο που έσβηνε τα κομμάτια της μεσα σε αίμα και ανασφάλεια.

Τον βλέπω ακόμα να τρέχει, κάθε φορά γίνετε πιο ξένος