Η επιστροφή

Το ταξίδι
πάντα κουραστικό, πάντα ωραίο.
Ακόμα και με την κούραση και την πείνα
το νοσταλγώ.

Δως μου χίλια ευρώ και άσε με να περιπλανηθώ για μήνες.
Έχω βαρεθεί τους ανέντιμους συμβιβασμούς,
αυτούς που κάποιοι απο εσάς τους αγαπήσατε, τους οικειοποιηθήκατε
και με θέλατε και μένα στο καταθλιπτικό κοτέτσι σας.

Σηκώνω τον αντίχειρα και κάνω ωτοστοπ.
Μια διαρκής περιπέτεια.
Ανοιχτά βιβλία με πρωταγωνιστή εμένα.
Όσο πιο φτηνά κι όσο πιο αργά ταξιδεύεις τόσο πιο αληθινά.

Πρόσωπα, αναμνήσεις, ιστορίες,
ενέργεια που πρέπει να ενεργοποιηθεί,
χαμόγελα, φαγητά, γνώσεις, αυτοεξέλιξη.
Και τώρα η επιστροφή.
Η επιστροφή που;
Και τώρα τι;

Από την πρώτη ποιητική συλλογή του ΠαλιάτσουΣανούκ

Οι περιπέτειες της νύχτας

Κοιμάμαι σε έναν σχεδόν άδειο σιδηροδρομικό σταθμό στο Chiang Mai
παρέα με 5-6 Ταιλανδούς που κοιτάνε τον υπνόσακο μου με απορία,
με ρωτάνε από που μπορούν να αγοράσουν και αυτοί έναν υπνόσακο.
Tριγύρω σαύρες και μυρωδιές φαγητών,
περνάνε 3 αστυνομικοί που θέλουν να φωτογραφηθούν μαζί μου.
Στην Ελλάδα με σταματούσαν για έλεγχο πάντα σκυθρωποί,
εδώ μ’ αγκαλιάζουν χαμογελώντας.
Όλα είναι διαφορετικά εδώ.

Κοιμάμαι
σε κυριλέ αεροδρόμια, σε άβολες θέσεις
χρησιμοποιώ το μπακπακ μου για να απλώσω τα πόδια μου.
Σε τρένα,
σε πατώματα,
σε σκληρά στρώματα,
σε κρεβάτια πληρωμένων ακριβών ξενοδοχείων –
ήταν δώρο ενός Καναδού όταν του είπα ότι δεν ξέρω που να κοιμηθώ.
Σε φτηνά παρακμιακά χόστελ με σαύρες να με κοιτάνε ενώ κοιμάμαι.
Λίγο πριν, ο υπάλληλος με κοροίδεψε όταν του είπα για τις σαύρες στο δωμάτιο μου,
με ρώτησε αν φοβάμαι –
δεν φοβάμαι.
Σε μια κατασκήνωση για τρελούς ωτοστόπερς που ζουν μοναχά στο παρόν
8 άτομα σε 30 τετραγωνικά μέτρα.
Σε σκηνές έξω από βουδιστικούς ναούς,
2 άτομα ταξιδεύοντας στο Νότιο Βιετναμ μ’ένα μικρό παπάκι.
Σε ένα ναό διδάσκοντας Αγγλικά με μικρούς μοναχούς να μου κρατάν παρέα.
Σε ένα βουδιστικό μοναστήρι χαμένος σε ένα υπέροχο βουνό προσπαθώντας να μάθω τον εαυτό μου.

Τρώγοντας λίγο, τι σημασία έχει.

Από την πρώτη ποιητική συλλογή του ΠαλιάτσουΣανούκ

Σανουκ(สนุก)

Μάτια ανοιχτά,

άγνωστα μέρη,

καινούργιες εικόνες.

Ομιλίες τραγουδιστές και χαρούμενες.

Απλότητα.

Ηρεμία.

Σαν κανείς να μην βιάζεται εδώ.

Λίγο δουλεία, λίγο ύπνος στις αιώρες

αυτά πάνε μαζί

αυτό θα πει σανούκ.


Φαγητά έντονα

γλυκά, αλμυρά, ξινά, καυτερά,

όλες οι γεύσεις μαζί.

Pad thai με των 1, μάνγκο, παπάγια, ανανάς και ζαχαρούχος καφές.

Βαβούρα, μηχανάκια και τρελοί οδηγοί,

αδύνατα σκυλιά που γαβγίζουν,

όμορφες γυναίκες με κοιτάνε και με ρωτάνε τι κάνω εδώ.

Η όλη κατάσταση θυμίζει βίντεογκεημ.

Υπάρχει μια τέλεια ροή που τωρα μπορώ να την διακρίνω καθαρά.

Την διακρίνω για κάποια δευτερόλεπτα μονάχα

τα δευτερόλεπτα γίνονται ώρες και μέρες

θέλω να τα σφίξω στην χούφτα μου και να τα κρατήσω για πάντα.

Τα καταστρέφω έτσι.


Η ζωή θυμίζει βίντεογκεημ.


Φάρανγκς σουλατσάρουν από δω και από κει.

Ψάχνουν ηρεμία, ευτυχία και περιπέτεια

την αγοράζουν εδώ φτηνά

έχουν μάθει να αγοράζουν

να τελειώνει και να ξανααγοράζουν.

Αέναη αναζήτηση

επιθυμία και άγνοια.


Μακριά από το άγχος των μεγαλουπόλεων, τις καλοπληρωμένες δουλειές και την αστική ζωή.

Βρίσκουν άραγε αυτό που ψάχνουν;

Ξέρουν τι ψάχνουν;

Το ταξίδι γίνεται καταναλωτικά, γρήγορα και ψυχαναγκαστικά

γλυκιά και στείρα συνήθεια

κουβαλάνε την ρουτίνα τους παντου και ας την ντύνουνε με καινούργια χρώματα

και ας μοιάζει με περιπέτεια.

Η σύγκρουση του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος

του εδώ και του εκεί.

Μακριά από όλα και όλους.

Η ανωνυμία εδώ είναι λύτρωση ή κατάρα.

Από την πρώτη ποιητική συλλογή του ΠαλιάτσουΣανούκ

Ο ξενώνας

Σε ένα φτηνό ξενώνα,
σε μια σχολή καταδύσεων,
πέφτω να κοιμηθώ.
Στους τοίχους έχει τρύπες και σαύρες.
Κουνούπια σουλατσάρουν στο σκοτάδι.
Εγώ και άλλοι έντεκα άγνωστοι μου άνθρωποι σε ένα μικρό δωματιάκι κάπου μακριά.
Δεν είναι πολύ ωραίο το δωμάτιο, αλλά είναι τζάμπα.
Στο backpack μου μόνο τρία εκατομμύρια dong και 2 σχεδόν άδειες πιστωτικές κάρτες.

Μες τη μέρα μοιράζω φυλλάδια στην παραλία για να προμοτάρω την σχολή.
Στα φυλλάδια η διεύθυνση είναι λάθος, σ’ αυτή τη χώρα επικρατεί ένα αρμονικό χάος.
Βαριέμαι και απλά μιλάω με τον κόσμο με τις ώρες.
Έχει άπειρη ζέστη.
Οι ντόπιοι φοράνε μακριά τζιν και παντόφλες και χαμογελάνε όταν λέω κάποιες λέξεις στη γλώσσα τους.

Φλύαροι Καναδοί,
Αμερικάνοι χωρίς χιούμορ,
αμίλητοι Ρώσοι γκανγκστερς,
ένας Κινέζος σαν να βγήκε από βουδιστικό βιβλίο
και ένας Γερμανός τόσο ίδιος με μένα.

Παράνομα παιχνίδια πόκερ σε ένα δωματιάκι του ξενώνα,
μπαν μι και ρύζι με σως ψαριού,
βόλτες με τις μηχανές και κερασμένα πολυτελή γεύματα,
κλεμμένο αλκοόλ, περιπετειώδεις νύχτες και
παιχνίδια σε μπιλιαρδάδικα με τις Βιετναμέζες καμαριέρες.

Κούραση από το συνεχές ταξίδι.
Η πιο γλυκιά κούραση σκέφτομαι και ανυπομονώ για τη επόμενη μέρα.

*3 εκατομμύρια dong αντιστοιχούν σε 100 περίπου ευρώ.

Από την πρώτη ποιητική συλλογή του Παλιάτσου, Σανούκ

Γιν και Γιανγκ

Απληστία εσωτερική,


αφθονία υλικών αγαθών.
Ο καταναλωτισμός σκοτώνει τη ζωή
και τη μετάβαση στο samadhi.

Το ήρεμο μυαλό δεν έχει εθισμούς
ούτε είναι έρμαιο σε περίπλοκους στοχασμούς.

Ενώ ταξιδεύω
γνωρίζω πιο καθαρά
τα ελαττώματα μου
και τα προτερήματα σου.
Τη ζωή και το θάνατο.
Την ελευθερία και την έλλειψη της.
Γιν και Γιανγκ.

Από την πρώτη ποιητική συλλογή του Παλιάτσου, Σανούκ

Πρώτη ματιά

Δεν ταξιδεύω για να αποδράσω από τη ζωή,

ταξιδεύω για να μην αποδράσει η ζωή από μένα.

Ζω, αναπνέω, μαθαίνω και όλα μοιάζουν καινούργια

όπως θα έπρεπε καινούργια να μοιάζει κάθε μέρα μου.


Οικοδεσπότες που τα μοιράζονται όλα,

ωτοστόπερς που δεν γνωρίζουν τον κίνδυνο,

ντόπιοι που σε κοιτάνε σαν να ήρθες από τον Άρη,

μιλάνε περίεργα, σε κοιτάνε έντονα, χαμογελάνε και βοηθάνε.


Κίνηση, καυσαέριο, υγρασία και μόλυνση.

Τριγύρω μου αυτοσχέδια εστιατόρια και εξωτικά καυτερά φαγητά,

βουδιστικές παγόδες και τεράστια εμπορικά κέντρα,

πολλά διαφορετικά χαμόγελα και mai pen rai – δεν πειράζει μωρέ όλα καλά.


Από την πρώτη ποιητική συλλογή του Παλιάτσου, Σανούκ

Το τώρα

Οι στιγμές κυλάνε

όπως μια σταγόνα όταν πέφτει στην θάλασσα·

ένας μικρός παφλασμός

κι ύστερα χάνεται.


Το τώρα που ζεις,

γίνεται παρελθόν

στο τσακ ενός αναπτήρα.


Οι μέρες περνάνε,

όπως τα ηλιοβασιλέματα σβήνουν.

Όσο όμορφα και μοναδικά

στο τέλος χάνονται και αυτά·

άλλωστε αυτό τα καθιστά μοναδικά.

Μια σταγόνα

Οι σταγόνες κατευθύνονται δίχως επιλογή στον αιτιοκρατικό και θανατηφόρα σκληρό προορισμό τους. Την στιγμή που προσγειώνονται, αφήνουν ένα χαμηλό ήχο, ασυναίσθητο στα υποκείμενα που βρίσκονται κοντά. Στην πραγματικότητα, ουρλιάζουν και κλαίνε για το σύντομο παρόν τους. Αυτό το παρόν κατά το οποίο αντιλαμβάνονται την πρόσκρουσή τους διαρκεί πέντε δευτερόλεπτα. Βέβαια, το πώς αντιλαμβάνονται οι σταγόνες την έννοια του χρόνου είναι δύσκολο να εξηγηθεί.

Το παρόν δεν το ζει ο Γιώργος. Το αποφεύγει, ταλαντεύεται αόριστα και βολικά σε ένα παρελθόν που διαρκώς μετανιώνει για τις επιλογές του και σε ένα μέλλον πολλά υποσχόμενο που αναβάλλεται συνεχώς. Σε ένα ανούσιο γιατί και δύο θλιβερά αν και όταν. Μόνιμα αγχωμένος, μόνιμα στρεσαρισμένος κάνει σχέδια για το πώς θα ζήσει σ’ αυτό το αόριστο, φανταστικό διαφορετικό μέλλον-παρόν.

Έχει καπνίσει ένα τσιγάρο και κάθεται χαλαρός στο παρκάκι κοντά στο σπίτι του. Το πάρκο του, όπως το αποκαλεί, χαριτολογώντας, μιας και είναι το μέρος που καταφεύγει από μικρό παιδί όταν οι σκέψεις συσσωρεύονται με μεγάλη συχνότητα στο κεφάλι του. Σήμερα ήταν διαφορετική μέρα, το ένιωθε. Ξαπλώνει και αφήνει τον ήλιο να χαϊδέψει το σώμα του. Το μυαλό του γυρίζει τρία χρόνια πριν. Κατεβαίνοντας από τον Όλυμπο, παρέα με τα πεσμένα φθινοπωρινά φύλλα, τις χιονισμένες βουνοκορφές και μια θέα γεμάτη ζωή συνάντησε έναν περίεργο γέρο. Του έκανε εντύπωση η εμφάνιση του, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο. Συμβαίνει αυτό μερικές φορές. Σκυφτός από τα χρόνια, με πολλές ρυτίδες και αραιά μεγάλα λευκόξανθα γένια να στολίζουν το πρόσωπο του, αγέρωχος, περήφανος, μοναδικός. Ο γέρος τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει: <<Βούτα>>.
Ύστερα τον βλέπει σαστισμένος να απομακρύνεται αργά. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν κάτι που έγινε ή αν απλά το φαντάστηκε.

 ― Άραγε η σταγόνα, είχε διαφορετική επιλογή;

Ο Γιώργος πλέον παίρνει τις απαραίτητες δόσεις από ζωή, παρακολουθώντας ταινίες, σειρές και ξοδεύοντας χρόνο στα social media. Δρα βλέποντας ταινίες δράσης ή παίζοντας παιχνίδια δράσης ενίοτε. Ερωτεύεται βλέποντας ερωτικές ταινίες και φλερτάρει κάνοντας like και follow. Τρώει μόνο fast food. Αθλείται βλέποντας άλλους να αθλούνται. Κάνει σεξ παρατηρώντας άλλους να κάνουν σεξ. Αγγίζει πατώντας κουμπιά, χαμογελάει σε κάμερες κινητών και δικαιολογείται ασύστολα, μένοντας πάντα στο αόριστο, αδύναμο, μη πεπραγμένο. Στην πραγματικότητα έχει αρχίσει να πέφτει προς το έδαφος και αυτός. 

― Δεν βούτηξε ποτέ.

Για την πατρίδα

Σε μισώ αλλά το είχα ξεχάσει,
γιατί είσαι τόσο παλιά και ξεπερασμένη·
αυστηρή χωρίς να έχεις τη δύναμη
μοναχά την εξουσία.
Καταφέρνεις πάντως να σκοτώνεις τα παιδιά σου μερικές φορές,
τουλάχιστον τις επιθυμίες τους συχνότερα,
η αν όχι, τα διώχνεις μακριά σου,
σε μέρη μακρινά,
μέρη πιο κρύα και διαφορετικά.
Νιώθουν λίγο ότι δεν ανήκουν εκεί,
ίσως και να τους λείπεις καμιά φορά,
πόσο παράλογο – εκεί τους φέρονται με μεγαλύτερο σεβασμό.

Συγγνώμη,
αλλά θα ήθελα να σε σπρώξω,
να σου ουρλιάξω στο αυτί,
να σε βαρέσω, να σε πληγώσω, να σε σκοτώσω, να σε αναστήσω.
Αλλά δεν θα με πρόσεχες·
είσαι ακόμα πολύ φοβισμένη για να αλλάξεις.

Το μελάνι

Το μελάνι. Μαύρο, κατάμαυρο. Γράφει. Και τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, τα χρόνια, οι αιώνες περνάνε. Περνάνε και φεύγουν. Δεν ξανάρχονται ποτέ πίσω. Τίποτα δεν αλλάζει. Εκτός αν δ…

Κάποιοι άνθρωποι είναι απάνθρωποι. Οι απάνθρωποι είναι άνθρωποι. Οι άνθρωποι γίνονται απάνθρωποι. Οι απάνθρωποι ξαναγίνονται άνθρωποι. Θέλει κόπο μάλλον. Όμως γίνεται. Γίνονται περισσότερα απ’ όσα νομίζεις, απλά εσύ βάζεις ένα όριο για να δικαιολογήσεις την δειλία σου. Αχ πόσο λατρεύεις αυτά τα όρια και τα κουτάκια που σε απενοχοποιούν από την μικροαστική σου πραγματικότητα. Και πάντα γίνεται κάτι μέχρι εκεί που το πας εσύ. Οι άλλοι και αυτό.. και εκείνο.. και γι’ αυτό τα κάνουν αυτά.. Αλλά εγώ τι να κάνω.. Στην… Θέλει κόπο, κάτι που είμαστε προγραμματισμένοι να αποφεύγουμε. Ρομπότ, ανέκφραστες μαρ…

Αύριο, είναι καινούργια μέρα. Κ-Α-Ι-Ν-Ο-Υ-Ρ-Γ-Ι-Α-. Καιρός να συμβαδίσεις μαζί της. Η ρουτίνα δεν εμπεριέχει κάτι καινούργιο. Το περιεχόμενο της ρουτίνας είναι σαν μια εφημερίδα που έχει κρύψει ο παππούς σου κάτω από το κρεβάτι. Μια εφημερίδα του 1985. Δεν τον ρώτησες ποτέ γιατί τις μαζεύει. Για ρώτα.. Το σενάριο της ρουτίνας χιλιοπαιγμένο, σαν μια χολυγουντιανή ταινία του σαββατοκύριακου που γεμίζει ανούσια, ένα ούτως η άλλως ανούσιο δίωρο σου. Από αυτές με τα μεγάλα βυζιά, τις εύκολες ηθικολογίες και τους χαζούς ρομαντισμούς. Σίχ…

Η εμφάνιση της δεν εμπεριέχει τίποτα εντυπωσιακό. Είναι ότι πιο κοινότοπο κυκλοφορεί εκεί έξω. Πάντα κοστουμαρισμένη, στυλιζαρισμένη, ατσαλάκωτη και με ένα ψεύτικο χαμόγελο. Τα καταλαβαίνεις τα ψεύτικα χαμόγελα.. Και πάντα πρόθυμη να σχολιάσει οτιδήποτε παρεκκλίνει. Ας κράξουμε αυτούς που κάνουν πάντα αυτά που φοβ..

Τελικά είσαι ότι διαλέγεις. Στο χέρι σου είναι όλα τα χαρτιά. Το ότι δεν θα μπεις σε καμιά παρτίδα, είναι δικό σου πρόβλημα. Έτσι θα περάσει η ζωή σου, δίνοντας λίγο λίγο από το απόθεμα σου μέχρι το τέλος, αρνούμενος να παίξεις. Αρνούμενος να νιώσεις την απλή χαρά του παιχνιδιού, επειδή φοβάσαι μήπως χάσεις. Που να ήξερες ότι ο χαμένος τα παίρνει όλα τελικά.