Όλες οι αναμνήσεις που έχω πριν την πέμπτη δημοτικού έχουν χαθεί. Ο αδερφός μου από την άλλη θυμάται γεγονότα ακόμα και από το νηπιαγωγείο. Υπήρχε πάντα στο μυαλό μου μία μόνο λογική εξήγηση γι’ αυτή την αντίθεση. Ο αδερφός μου δεν έχει διαβάσει ποτέ σχεδόν στη ζωή του. Εγώ από την άλλη στην προσπάθειά μου να συγκρατήσω στο σκληρό δίσκο του μυαλού μου αρχαία, ιστορία, γεωμετρία, άλγεβρα κ.τ.λ. διέγραψα αυτές τις αναμνήσεις. Παλιότερα αυτή η σκέψη μου ήταν γεμάτη υπεροψία. Τώρα όμως καταλαβαίνω ότι πρέπει να τον ζηλεύω.

Από τότε που ξεκινούν οι αναμνήσεις μου βρίσκομαι σε ένα μονοπάτι χωρίς εναλλαγές στη θέα. Ένα μονοπάτι ασφαλές και μονότονο. Περπατώ με αυστηρό χρονοδιάγραμμα έτσι ώστε να φτάσω στο εκάστοτε check point την ώρα που πρέπει. Μια φορά τη βδομάδα και πάντα με πρόγραμμα μπαίνω σε ένα από τα μαγαζιά που πουλάνε ευτυχία ή παραγγέλνω για το σπίτι. Ναρκισσισμός με μπόλικα λιπαρά και έκπτωση 20%. Η προσφορά έχει κάνει θραύση και αφού το αγοράζουν όλοι το αγοράζω και εγώ.

Παράλληλα με αυτόν τον δρόμο βρίσκεται ένα άλλο μονοπάτι που δεν χρησιμοποιείται από πολλούς. Υπάρχουν όμως σημεία που τα δύο μονοπάτια διασταυρώνονται. Όλοι λέγανε ότι είναι ριψοκίνδυνο αλλά εγώ είχα κουραστεί από την πλήξη και τα ρομπότ και είπα να το δοκιμάσω. Από τότε κάνω εναλλαγές στα μονοπάτια. Κυρίως βαδίζω στο μονοπάτι της ασφάλειας με διαλείμματα ημερών ή μηνών.

Σε ένα από αυτά τα διαλείμματα εκεί που περπατάω βλέπω έναν καταρράχτη που σχηματίζει μια βάθρα. Κάθομαι δίπλα από τον καταρράχτη και κλείνω τα μάτια, αφήνοντας τον ήχο του νερού που πέφτει να κατακλύσει τη σκέψη μου. Ανοίγω τα μάτια μου και αντικρίζω να βγαίνει από τον καταρράκτη το πλάσμα που φοβάμαι περισσότερο ότι θα με προδώσει. Τον εαυτό μου. Κάθεται απέναντί μου και πιάνουμε τη συζήτηση σε φιλικό τόνο και με συγκαταβατική διάθεση. Μετά τη συζήτηση έρχεται η αποδοχή. Πλέον ξέρω ποιον δρόμο θα ακολουθήσω.

Ξαναγυρνάω στη διασταύρωση ξέροντας όμως ότι δεν πρόκειται να ξαναπεράσω απέναντι. Βλέπω μια κοπέλα διστακτική. Μπορώ να καταλάβω από το βλέμμα της ότι δεν ξέρει που να στρίψει. Συγκρατώ την παρόρμησή μου να την πιάσω από το χέρι να και να την οδηγήσω εγώ. Ξέρω ότι η απόφαση είναι δική της. Της πιάνω συζήτηση για να την βοηθήσω να βγει από το αδιέξοδο.

Που και που ξαναγυρνάω στις διασταυρώσεις. Συζητώ με άτομα που έχουν αγκαλιάσει το άγχος τους, το έχουν αποδεχτεί, περιμένουν να παντρευτούν να κάνουν παιδιά να πάρουν 2 σκυλιά και ένα καλό σπίτι και φαίνονται ευτυχισμένοι. Αλλά όταν πεθάνουν πολύ φοβάμαι ότι θα σκέφτονται ότι ποτέ δεν πήγαν στο τάδε μέρος ή με την τάδε γκόμενα ή δεν γνώρισαν το τάδε άτομο καλύτερα και δεν είπαν ένα καλοζυγισμένο άντε γαμήσου στους μαλάκες που είχαν πάνω από το σβέρκο τους. Και μάλλον όχι ότι δεν είχαν παραπάνω χρόνια για να δουλέψουν περισσότερο ή να αράζουν περισσότερο στο facebook ή να παίζουν περισσότερο online tichu.