Όλη του τη ζωή είχε μάθει να περπατάει αργά και να κοντοστέκεται σε κάθε του βήμα. Φοβόταν τον δρόμο και γι αυτό δεν έβλεπε ποτέ του πού πήγαινε. Κοίταζε πίσω με νοσταλγία, ναι, και μπροστά αλλά πολύ μακριά, τόσο που ο δρόμος χανόταν και το μόνο που έμενε στο οπτικό του πεδίο ήταν τα μαύρα σύννεφα μιας μακρινής καταιγίδας. Είχε ακούσει για ανθρώπους που παίρνουν τον ίδιο δρόμο με τον ίδιο, αλλά δεν είχε συναντήσει ποτέ του κάποιον από αυτούς. Ακόμα και να τους συναντούσε, το πιο πιθανό είναι να τους απέφευγε. Οι άλλοι σε κάνουν αδύναμο, μαλθακό, ώστε, όταν τελικά έρχεται η θύελλα, σε βρίσκει απροετοίμαστο. Αυτή ήταν η θλιβερή του κοσμοθεωρία.

Κάθε του βήμα, αργό και υπολογισμένο, του πλήγωνε τα πόδια. Αιμάτινα χνάρια πάνω στο ξερό χώμα μαρτυρούσαν τα σημεία στα οποία είχε πατήσει. Κάθε του βήμα, ολοένα και πιο δύσκολο, τον έκανε να θέλει να τα παρατήσει. Όμως δεν μπορούσε να σταματήσει τώρα. Αυτός είναι ο δρόμος που ορίστηκε γι αυτόν, ο δρόμος με τα κόκκινα ίχνη και την μαινόμενη καταιγίδα που ποτέ δεν έρχεται.

Τα πόδια του λύγισαν. Γονάτισε και από τα χέρια του κύλησαν πολλά μικρά καρφάκια. Και τότε συνειδητοποίησε ότι, χωρίς να το καταλαβαίνει, έριχνε τα αγκάθια στον δρόμο του. Αηδίασε με τον εαυτό του. Ο δρόμος μπροστά του ήταν καθαρός. Τα μόνα εμπόδια ήταν τα καρφιά που μόνος του έριχνε στα πόδια του. Κοίταξε τριγύρω του και είδε πολλούς δρόμους, άπειρους σχεδόν, να προχωράνε παράλληλα με τον δικό του ή να διασταυρώνονται. Άλλοι άνθρωποι τους διέβαιναν, κάποιοι αγκομαχώντας, κουβαλώντας τεράστια βάρη στους ώμους τους, άλλοι τραγουδώντας, μόνοι ή σε ομάδες. Κάποιοι περπατούσαν χέρι-χέρι και ακτινοβολούσαν.

Σηκώθηκε και άδειασε τις τσέπες του από τα τελευταία υπολείμματα καρφιών. Ήξερε πλέον ότι οι δρόμοι πολύ συχνά είναι δύσβατοι, κακοτράχαλοι, ικανοί να σκίσουν τα πόδια των απρόσεκτων περιηγητών. Από δω και πέρα όμως δεν θα πρόσθετε τα δικά του εμπόδια. Έστριψε και βγήκε από το μονοπάτι. Αποφάσισε πως θα έψαχνε έναν άλλο δρόμο, που δεν οδηγεί απαραίτητα σε καταιγίδες. Ίσως να έβρισκε έναν δρόμο με ουράνια τόξα, ή απλά με μπόλικο γρασίδι για να μπορεί να ξαπλώνει και να παρατηρεί τα σύννεφα. Ίσως μάλιστα να έβρισκε και κάποιον να μοιραστεί τον δρόμο του. Και τα καρφιά παρέμειναν ακίνητα και ακίνδυνα, να σκουριάζουν στην μέση του έρημου πλέον μονοπατιού.

Serotonin Addicted