Ενότητα 3.

Η τρίτη μέρα από την νέα μου ζωή ξεκινά. Αυτή τη φορά σηκώνομαι με ένα χαμόγελο και μια αισιοδοξία με διακατέχει. Σκέφτομαι ότι πρέπει να αποδεχθώ πλήρως την κατάσταση και να δω που θα με πάει. Από το μικρό παράθυρο βλέπω ότι βρέχει πολύ. Ακούγεται το σφύριγμα του αέρα πάνω στα τζάμια. Βάζω τον καφέ να ψήνεται και πηγαίνω στην τουαλέτα να δω τι είμαι σήμερα. Απέναντι μου αντικατοπτρίζεται ένα αγόρι γύρω στα έξι. Κάθομαι στον καναπέ και φέρνω δυο γουλιές στα χείλη μου.

Προσπαθώ να μην σκέφτομαι τίποτα. Ορισμένες φορές οι σκέψεις σε μπερδεύουν περισσότερο. Η μοναδική μου επαφή καθαρά με κάτι έξω από αυτό το περίεργο σκηνικό που έχω εγκλωβιστεί είναι το παράθυρο του δωματίου. Κοιτάζοντας από εκεί καταλαβαίνω ότι βρίσκομαι αρκετά ψηλά, τουλάχιστον εικοσιπέντε μέτρα από το έδαφος. Κάτω, διακρίνονται αμάξια, πεζοί, φανάρια, φασαρία, μαγαζιά, όλα εκείνα που συμβολίζουν την χαμένη κανονικότητα, την απόδραση από το υπερρεαλιστικό θέατρο που άθελα μου πρωταγωνιστώ. Σκέφτομαι προς στιγμήν να πέσω από το παράθυρο. Οι σημερινές σωματικές μου διαστάσεις μου το επιτρέπουν. Δεν έχω να χάσω κάτι. Εγκλωβισμένος άλλωστε, πόσο να αντέξω εδώ πέρα; Ο έξω κόσμος φαντάζει τόσο ωραίος τώρα. Απομακρύνομαι προσπαθώντας να αποφύγω την γοητεία του να βάλω τέλος στην τριών ημερών παρανοική ζωή μου.

Κάνω βόλτες στο σπίτι μήπως καταλάβω τίποτα παραπάνω. Δεν με βοήθησε κανένα από τα αντικείμενα που θα μπορούσαν να δώσουν κάποιο στοιχείο για το ποιος είμαι, καθώς και για την απόδραση μου από δω. Ούτε ο υπολογιστής, ούτε οι ντουλάπες, ούτε τα κομοδίνα, ούτε οι βιβλιοθήκες, ούτε τα τετράδια. Η κατάσταση μου θυμίζει ένα καλά δοσμένο γρίφο. Στο μυαλό μου έρχεται ένα παιχνίδι, που χρησιμοποιείται συνήθως για να κάνεις πλάκα σε κάποιον, το κινέζικο finger trap. Πρακτικά, πρόκειται για ένα κυλινδρικό πλεκτό από μπαμπού. Στην μία άκρη βάζεις τον έναν δείκτη του χεριού σου και στην άλλη τον άλλον. Το αστείο είναι ότι όσο προσπαθείς να ξεμπερδέψεις τα δάχτυλα σου, τόσο πιο στενή γίνεται η παγίδα και τόσο περισσότερο μπερδεύεται. Η λύση είναι να ηρεμήσεις και να τραβήξεις αργά τα δάχτυλα σου, πιέζοντας ελαφρά τα άκρα της παγίδας.

Καταχωνιασμένο κάτω από τον καναπέ του σαλονιού παρατηρώ ένα αντικείμενο που δεν είχα προσέξει. Ένα σκουριασμένο ασημί χερούλι. Το μόνο που μπορείς να κάνεις σε ένα παράλογο κόσμο είναι να δράσεις παράλογα, σκέφτομαι χαμογελώντας. Κολλάω με μονωτική ταινία το χερούλι στον τοίχο, στο ιδανικό σημείο που φαντάζομαι ότι θα μπορούσε να υπάρξει μια πόρτα. Τα έπιπλα εξαφανίζονται. Βγαίνω έξω. Αναπνέω. Είμαι. Θυμάμαι.