Πάει καιρός που δεν βάζει ξυπνητήρι. Η αδιαφορία του να ψάξει δουλειά δικαιολογείται επαρκώς με το «Δεν παίζουν δουλειές τώρα». Από το να δουλεύει για τρεις και εξήντα προτιμάει να μη δουλεύει καθόλου. Κάτι λεφτά πεταμένα στην άκρη υπάρχουν, όσο η κρίση μετουσιώνεται σε πάπλωμα, που καλύπτει ενδελεχώς και εντελώς την απουσία κινήτρου που εξουσιάζει τη ζωή του.

Θα συναντήσει τον Τάκη για καφέ. Ο Τάκης είναι ακριβώς στην ίδια φάση, αλλά με περισσότερο λεφτά καβάτζα. Ο καλοκάγαθος στρατότετοιος μπαμπάς να ναι καλά. Τον μισεί, επειδή θα λάτρευε να βρίσκεται στην θέση του. Δεν είναι όμως. Δεν πίνει και καφέ δηλαδή. Θα πιεί κοκα κόλα. Τουλάχιστον, όμως βγαίνει λίγο από το σπίτι. Η συζήτηση θα περιοριστεί στα κλασικά.

«Τι λέει ρε Τάκη»;

«Καλά ρε εσύ»;

«Κομπλέ»

Κομπλέ δεν είναι, αλλά δεν χρειάζεται ο Τάκης να το μάθει. Τι τον νοιάζει άλλωστε η γνώμη ενός τυχαίου γνωστού, με τον οποίο υπάρχει η σύμβαση να μοιράζονται τις στιγμές που πίνουν τον «καφέ» τους.

Ο υπόλοιπος καφές μοιράζεται σε κοινοτοποσυζητήσεις, σχολιασμός «της γκόμενας που κάθεται πιο κει, αλλά δεν μπορεί να μας ακούσει»,  βαρεμένα βλέμματα εδώ και εκεί, τι θα κάναμε άμα παίζαν λεφτά και λίγο τάβλι για να περάσει η ώρα.

Σηκώνεται, χαιρετάει τον Τάκη και πάει να αγοράσει ένα πιτόγυρο, μια μπύρα και μια σοκολάτα. Βαριέται να μαγειρέψει και πάντα τρώει σοκολάτα. Όσο κατευθύνεται προς το σπίτι και μετά την αποτυχημένη απόπειρα να βρει το ipod του, το οποίο βρίσκεται ξεχασμένο στο συρτάρι του, αποφασίζει να σκεφτεί τι θα κάνει την επόμενη ημέρα. Δεν θέλει να σκέφτεται τίποτα, βρίζει τον εαυτό του που ξέχασε το ipod και περνάει το φανάρι τρέχοντας, αλλά μετά αναρωτιέται γιατί έτρεξε αφού δεν έχει να προλάβει κάτι.

Σκέφτεται πως πέρασε τις προηγούμενες ημέρες. Κατά κύριο λόγο, κρυφοκοιτώντας τις ζωές παλιών γνωστών και φίλων στο facebook, παρατηρώντας γκόμενες που «θα» την πέσει μελλοντικά-ίσως-, βλέποντας βίντεο στο youtube, τσεκάροντας τα μειλ του 20 φορές την ήμερα, με έναν ανεξήγητο ενθουσιασμό να ακολουθεί την παραλαβή mail, ακόμα και διαφημιστικού. Κάνοντας και λαμβάνοντας like, έχει και να ελέγξει πόσα like έχει λάβει μετά το καινούργιο post που αφορούσε ένα ντοκυμαντερ του οποίο διάβασε την περίληψη και θα δει στο μέλλον.

 Δεν θα βγει σήμερα, θα περιμένει το Σαββατοκύριακο. Δεν υπάρχει προφανής λόγος για αυτό και το σύνθημα που διάβασε προχθές «Το Σαββατοκύριακο είναι το άλλοθι ενός πενθήμερου βιασμού» τον μπέρδεψε.

 Φτάνει στο σπίτι και ψάχνει τα κλειδιά του εξετάζοντας τις γεμάτες τσέπες του. Ποτέ δεν βάζει τα κλειδιά στο ίδιο μέρος. Οι μικρές επαναλαβανόμενες στιγμές της καθημερινότητας που τόσο τον κουράζουν.

Ο μεγάλος υπολογιστής ανοιχτός στο σκοτεινό και σχετικά βρώμικο δωμάτιο φαντάζει το ιδανικότερο μέρος για να ξοδέψει την υπόλοιπη μέρα. 2 like στο check in του από το καφέ Τεμκαφέ, ρε πόσο καίγεται ο κόσμος, χαμογελάει και νιώθει ικανοποίηση που δεν κυλάει στο βούρκο μοναχός. Ο ήλιος έχει πέσει ήδη. Η εκστατική αλληλουχία των refresh, του επιφανειακού διαβάσματος νέων για οποιονδήποτε και οτιδήποτε και η εναλλαγή βίντεο με τα φιλαράκια του, αυτή η νωχελική, απαθής κίνηση του δεξιού τρίτου δαχτύλου προς το ποντίκι, τον κούρασε λίγο.

Βάζει να δει μια καινούργια σειρά. Σκέφτεται το « έχω καεί ρε φίλε στις σειρές», που ξεφουρνίζει με καμάρι στις λιγοστές παρέες του. Θα ήθελε να ταν έτσι η ζωή του, όλοι φαίνονται πιο ενδιαφέροντες εκεί.

Φαί, ταινιούλα και ύπνος. Η επόμενη μέρα φαίνεται προδιαγεγραμμένη, ενόσω η ζωή του είναι κλεισμένη σε λούπα με την μεταβλητή αγέρωχη πρόστυχη και προκλητική να μην δέχεται μια νέα τιμή.