Σε ένα φτηνό ξενώνα,
σε μια σχολή καταδύσεων,
πέφτω να κοιμηθώ.
Στους τοίχους έχει τρύπες και σαύρες.
Κουνούπια σουλατσάρουν στο σκοτάδι.
Εγώ και άλλοι έντεκα άγνωστοι μου άνθρωποι σε ένα μικρό δωματιάκι κάπου μακριά.
Δεν είναι πολύ ωραίο το δωμάτιο, αλλά είναι τζάμπα.
Στο backpack μου μόνο τρία εκατομμύρια dong και 2 σχεδόν άδειες πιστωτικές κάρτες.

Μες τη μέρα μοιράζω φυλλάδια στην παραλία για να προμοτάρω την σχολή.
Στα φυλλάδια η διεύθυνση είναι λάθος, σ’ αυτή τη χώρα επικρατεί ένα αρμονικό χάος.
Βαριέμαι και απλά μιλάω με τον κόσμο με τις ώρες.
Έχει άπειρη ζέστη.
Οι ντόπιοι φοράνε μακριά τζιν και παντόφλες και χαμογελάνε όταν λέω κάποιες λέξεις στη γλώσσα τους.

Φλύαροι Καναδοί,
Αμερικάνοι χωρίς χιούμορ,
αμίλητοι Ρώσοι γκανγκστερς,
ένας Κινέζος σαν να βγήκε από βουδιστικό βιβλίο
και ένας Γερμανός τόσο ίδιος με μένα.

Παράνομα παιχνίδια πόκερ σε ένα δωματιάκι του ξενώνα,
μπαν μι και ρύζι με σως ψαριού,
βόλτες με τις μηχανές και κερασμένα πολυτελή γεύματα,
κλεμμένο αλκοόλ, περιπετειώδεις νύχτες και
παιχνίδια σε μπιλιαρδάδικα με τις Βιετναμέζες καμαριέρες.

Κούραση από το συνεχές ταξίδι.
Η πιο γλυκιά κούραση σκέφτομαι και ανυπομονώ για τη επόμενη μέρα.

*3 εκατομμύρια dong αντιστοιχούν σε 100 περίπου ευρώ.

Από την πρώτη ποιητική συλλογή του Παλιάτσου, Σανούκ