Κοιμάμαι σε έναν σχεδόν άδειο σιδηροδρομικό σταθμό στο Chiang Mai
παρέα με 5-6 Ταιλανδούς που κοιτάνε τον υπνόσακο μου με απορία,
με ρωτάνε από που μπορούν να αγοράσουν και αυτοί έναν υπνόσακο.
Tριγύρω σαύρες και μυρωδιές φαγητών,
περνάνε 3 αστυνομικοί που θέλουν να φωτογραφηθούν μαζί μου.
Στην Ελλάδα με σταματούσαν για έλεγχο πάντα σκυθρωποί,
εδώ μ’ αγκαλιάζουν χαμογελώντας.
Όλα είναι διαφορετικά εδώ.

Κοιμάμαι
σε κυριλέ αεροδρόμια, σε άβολες θέσεις
χρησιμοποιώ το μπακπακ μου για να απλώσω τα πόδια μου.
Σε τρένα,
σε πατώματα,
σε σκληρά στρώματα,
σε κρεβάτια πληρωμένων ακριβών ξενοδοχείων –
ήταν δώρο ενός Καναδού όταν του είπα ότι δεν ξέρω που να κοιμηθώ.
Σε φτηνά παρακμιακά χόστελ με σαύρες να με κοιτάνε ενώ κοιμάμαι.
Λίγο πριν, ο υπάλληλος με κοροίδεψε όταν του είπα για τις σαύρες στο δωμάτιο μου,
με ρώτησε αν φοβάμαι –
δεν φοβάμαι.
Σε μια κατασκήνωση για τρελούς ωτοστόπερς που ζουν μοναχά στο παρόν
8 άτομα σε 30 τετραγωνικά μέτρα.
Σε σκηνές έξω από βουδιστικούς ναούς,
2 άτομα ταξιδεύοντας στο Νότιο Βιετναμ μ’ένα μικρό παπάκι.
Σε ένα ναό διδάσκοντας Αγγλικά με μικρούς μοναχούς να μου κρατάν παρέα.
Σε ένα βουδιστικό μοναστήρι χαμένος σε ένα υπέροχο βουνό προσπαθώντας να μάθω τον εαυτό μου.

Τρώγοντας λίγο, τι σημασία έχει.

Από την πρώτη ποιητική συλλογή του ΠαλιάτσουΣανούκ